μεράκι — το 1. μεγάλη επιθυμία, πόθος, λαχτάρα («έχει μεράκι να πάει στην πατρίδα του») 2. λύπη, μελαγχολία για κάποια επιθυμία που δεν πραγματοποιήθηκε, καημός («τού μεινε μεράκι που δεν σπούδασε») 3. έντονη κλίση, πάθος («έχει μεράκι με τη δουλειά του») … Dictionary of Greek
μερακλώνω — και μερακώνω 1. κάνω κάποιον να καταληφθεί από μεράκι, προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική έξαρση («τούς μεράκλωσε με τα τραγούδια του») 2. (ενεργ. και μέσ.) καταλαμβάνομαι από μεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερακλής. Ο τ. μερακώνω < μεράκι] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
μερακλίδικος — η, ο [μερακλής] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος με μεράκι, καλοφτειαγμένος, καλοδουλεμένος («μερακλίδικος καφές») 2. αυτός που προκαλεί μεράκι, δηλ. συναισθηματική έξαρση («μερακλίδικο τραγούδι»). επίρρ... μερακλίδικα με γούστο, με καλαισθησία … Dictionary of Greek
μερακλίδικος — η, ο αυτός που προκαλεί μεράκι ή είναι φτιαγμένος με μεράκι: Μας ετοίμασε μερακλίδικους μεζέδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερακλώνω — μεράκλωσα, μερακλώθηκα, μερακλωμένος, και μερακώνω 1. με πιάνει το μεράκι: Μεράκλωσα για λίγο κρασί. 2. μτβ., κάνω κάποιον να τον πιάσει το μεράκι: Τον μεράκλωσε με τα κουνήματά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεράκωτος — η, ο [μερακώνω] αυτός που δεν έχει μεράκι, θλίψη, κυρίως από ερωτικό πάθος … Dictionary of Greek
κομπολογάκι — το (υποκορ. τού κομπολόγι) μικρό κομπολόγι («φτωχό κομπολογάκι μου, εσύ σαι το μεράκι μου») … Dictionary of Greek
μερακλής — ο, θηλ. μερακλού 1. αυτός που κατέχεται από μεράκι, που έχει πάθος με κάτι («είναι μερακλής στον χορό») 2. αυτός που κάνει τη δουλειά του με επιμέλεια και καλαισθησία, αυτός που κάνει κάτι με γούστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. merakli] … Dictionary of Greek
νταλκάς — και νταλγκάς, ο 1. κύμα 2. μτφ. έντονη επιθυμία, πόθος, μεράκι, καημός, μαράζι 3. ανυπόφορος εφιάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalga «κύμα»] … Dictionary of Greek